Π ρ ο σ φ ο ρ ά
Μοναστηρι
Ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ό κ α ι Π ν ε υ μ α τ ι κ ό κ έ ν τ ρ ο
Η Μονή βρισκόταν σε ακμή τον 14ο και 15ο αιώνα, αν κρίνει κανείς από τον μεγάλο αριθμό σημαντικών βυζαντινών εικόνων εκείνης της περιόδου. Οι εικόνες απηχούν πιστά την εξέλιξη της κωνσταντινουπολίτικης ζωγραφικής, που σταδιακά εισέδυσε στην Κρήτη από την πτώση της Πόλης και μετά.
Η υψηλή εικαστική αξία των εικόνων είναι επίσης ενδεικτική του υψηλού επιπέδου της παιδείας της μοναχικής κοινότητας της Μονής, που διεδραμάτησε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της αναγεννησιακής Κρήτης.
Κατά τον 18ο και 19ο αι. η Μονή ήταν ένα από τα πιο σημαντικά εκκλησιαστικά-πνευματικά κέντρα της Κρήτης. Μάλιστα, από το 1856 λειτούργησε στούς χώρους της οργανωμένο Σχολείο, που δίδασκε τα εκκλησιαστικά γράμματα με την ευθύνη της Δημογεροντίας. Εκεί φοιτούσαν τα καλογεροπαίδια αλλά και τα παιδιά των λαϊκών της περιοχής. Από αυτό το Σχολείο αποφοιτούσαν οι Ιερείς και οι αναγνώστες που εξυπηρετούσαν τις λειτουργικές ανάγκες των ναών της επαρχίας και ξεχώρισαν στην τοπική κοινωνία. Επίσης από το 1870 συνεστάθη Αλληλοδιδακτικό Σχολείο υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Αντύπα.
Μετά την καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης στην Κρήτη και την περίοδο της αιγυπτιακής κατοχής που επακολούθησε (1830-1840) άρχισε η ανασύνταξη της ερειπωμένης πια Μονής από τον Ηγούμενο Κύριλλο Σμυρίλιο.
Από το 1866 η Μονή συμμετείχε στη νέα μεγάλη Κρητική επανάσταση (1866-1869). Ο Ηγούμενος Μελέτιος Μιχελιδάκης, που σημειωτέον όχι μόνο διατήρησε, αλλά αύξησε την περιουσία της Μονής, εξελέγη μέλος της Επαναστατικής Επιτροπής και αναγκάστηκε μαζί με πολλούς μοναχούς να διαφύγουν στα κοντινά νησιά Κάσο και Σύμη, επειδή έγινε κατάδοση στη τουρκική διοίκηση από ντόπιους μουσουλμάνους, ότι στη Μονή φυλάσσονταν πολεμοφόδια. Αρκετοί μοναχοί, ανάμεσά τους ο Ιερομόναχος Νεόφυτος, ο μοναχός Παρθένιος και ο Ιεροδιάκονος Άνθιμος, οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στα Χανιά, όπου υπέστησαν φοβερά βασανιστήρια, προκειμένου να μαρτυρήσουν, σε ποιο μέρος της Μονής είχαν κρύψει τα πολεμοφόδια.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, η Μονή ακολουθώντας τη μακραίωνη παράδοση της στούς αγώνες της ελευθερίας, υπήρξε καταφύγιο των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης. Ο Ηγούμενος και οι Πατέρες φιλοξενούσαν συμμαχικό ασύρματο, που επικοινωνούσε με το συμμαχικό στρατηγείο του Καΐρου. Ο ασύρματος κρυβόταν για ευνόητους λόγους αλληλοδιαδόχως εντός της εσοχής δύο σπηλαίων, τα οποία καλύπτονταν από πυκνή βλάστηση χαρουπιών και σχίνων και βρίσκονταν εντός των κτημάτων της Μονής, σε απόσταση 1500-2000 μ. απ᾽ αυτήν ακολουθώντας το ρυάκι «κουκουρίδι» προς τη βόρεια θάλασσα στην περιοχή «πετροκόλυμποι».
Μοναστηρι
Ε θ ν ι κ ό κ α ι Κ ο ι ν ω ν ι κ ό Έ ρ γ ο
Ο φόρος, όμως αίματος ήταν βαρύς. Ο Ηγούμενος Γεννάδιος Συλλιγνάκης και οι μοναχοί Καλλίνικος Παπαθανασάκης και Ευμένιος Σταματάκης μαζί με αρκετούς λαϊκούς αγωνιστές, άνδρες και γυναίκες, συνελήφθησαν από τούς Γερμανούς μετά από προδοσία και οδηγήθηκαν στις φυλακές της Αγιάς Χανίων. Ο Γεννάδιος και ο Καλλίνικος μαζί με τους Τερψιχόρη Βλάχου, Ελένη Μαρκετάκη, Ιωσήφ Σακκαδάκη και Ιωάννη Ιερεμία από τη Σητεία εκτελέσθηκαν, ενώ ο Ευμένιος πέθανε στη φυλακή από τις κακουχίες.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί πως η Μονή διακόνησε του λεπρούς στο νησί Σπιναλόγκα, διαθέτοντας έναν άξιο αδελφό της με οσιακή βιοτή, τον Ιερομ. Χρύσανθο Κατσουλογιαννάκη, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του για πολλές δεκαετίες κοντά στούς εξόριστους και απομονωμένους αρρώστους. Δεν φοβήθηκε ποτέ μήπως προσβληθεί από την επάρατη τότε νόσο. Μετέδιδε τα Αχραντα Μυστήρια στούς λεπρούς και κατέλυε, ως πιστός λευίτης και οικονόμος της Θείας Χαριτος, ό, τι απέμενε στο Άγιο Ποτήριο, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι τα «Άγια δεν μολύνονται». Στάθηκε κοντά στο πλευρό των λεπρών πραγματικός συμπαραστάτης και αρωγός. Αγαπούσε το ποίμνιο του και δεν ήθελε να το εγκαταλείψει ποτέ. Επέστρεψε στη Μονή της μετανοίας του και κοιμήθηκε το 1972.
