Κ τ ή μ α τ α - Μ ε τ ό χ ι α
Οι ιστορικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τη μεγάλη ακμή του Μοναστηριού με αύξηση των μοναχών και του υπηρετικού προσωπικού, επιφορτισμένου με την καλλιέργεια των πλουσίων γαιών με τις οποίες προικοδοτήθηκε η Μονή για την εκπλήρωση της στρατιωτικής-αμυντικής αποστολής της στην περιοχή. Τον πλούτο αυτό διατήρησε και αύξησε με την επιδέξια διαχείρισή του ο Γαβριήλ Παντόγαλος, που παρέμεινε Ηγούμενος μέχρι το 1641, όταν μετακλήθηκε ως Ηγούμενος στη Μονή Αγκαράθου του Ηρακλείου.
Το 1821, με τη συνεργασία Μοναχών της Μονής, δολοφονήθηκε από άλλο Τούρκο ο Αγάς Κασάπης, μετά την επίσκεψή του στη Μονή με σκοπό τη διαρπαγή αγαθών, όπως έκανε συστηματικά.
Μοναστηρι
Τ α κ τ ή μ α τ α τ η ς Μ ο ν ή ς
Όταν ανακαλύφθηκε η ευθύνη της Μονής, ακολούθησαν αντίποινα, οι Μοναχοί φυλακίστηκαν και κακοποιήθηκαν, και οι τουρκικές αρχές επέβαλαν τεράστιο πρόστιμο, το οποίο για να εξευρεθεί, αναγκάστηκε η Μονή να πουλήσει τα κτήματα της στη πεδιάδα της Σητείας και να παραχωρήσει στην οικογένειά του μέρος της περιουσίας της που βρισκόταν κοντά στην πόλη, στη σημερινή θέση του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου στη Σητεία
Τα οικονομικά προβλήματα, όμως, συνεχίσθηκαν για πολλά χρόνια. Οι αχανείς και άνυδρες εκτάσεις της Μονής που κατελάμβαναν εξ ολοκλήρου το ανατολικότερο μέρος της Κρήτης προσφέρονταν για τη βοσκή αιγοπροβάτων. Σε μια σωζόμενη καταγραφή, το 1874 η Μονή είχε 1142 αιγοπρόβατα, το 1881 το Μοναστήρι αριθμούσε 82 κατοίκους (26 Μοναχοί και 56 Λαϊκοί υπηρέτες και καλλιεργητές των κτημάτων της Μονής) και ήταν σε πληθυσμό το μεγαλύτερο μοναστήρι της Κρήτης και το δεύτερο μετά το Αρκάδι σε αριθμό Μοναχών.
Μοναστηρι
Μ α κ ρ α ί ω ν η ι σ τ ο ρ ί α
Η Μονή στην μακραίωνη ιστορία της είχε αποκτήσει πολλά κτήματα και μετόχια. Εκτός από το Μετόχι της Μονής της Αγίας Τριάδος στο Ηράκλειο (κόλπος του Δερματά) που είχε αποκτήσει από τα χρόνια της ενετοκρατίας και τα κτήματα στη Μικρά Ασία που αποκτήθηκαν επί ηγουμενίας Γρηγορίου το 1745, η Μονή διατηρούσε μεγάλα μετόχια με ελαιώνες και άλλες εκτάσεις σε διάφορα σημεία του Ν. Λασιθίου· στον Αγιο Ιωάννη το Θεολόγο στην Κριτσά Μεραμβέλλου, στην Παναγία Παπλινού Ιεράπετρας, στον Αφέντη Χριστό στα Μουλιανά, στην Παναγία Φανερωμένη στον Τράχηλα, στην Παναγία Καλογέρων στη Λάστρου κ.α. Η περιουσία της άρχιζε από την Αγία Τριάδα στον Ανάλουκα, εκτεινόταν μέχρι την παραλία του Παλαικάστρου και κάλυπτε όλο το ακρωτήρι Κάβο Σίδηρο.
Το 1925 το Ταμείο Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης έλαβε τα 3/5 της περιουσίας της Μονής για την αποκατάσταση των εφέδρων πολεμιστών της Μικρασιατικής Καταστροφής, ενώ αργότερα ο Ο.Δ.Μ.Π.Ν. Λασιθίου εκποίησε αρκετά κτήματα, τα οποία αγόρασε εκ νέου η Μονή.
Όταν η Σταυροπηγιακή Μονή της Κυρίας Ακρωτηριανής Τοπλού κρίθηκε διατηρητέα συγκεντρώθηκαν σ᾽ αυτήν Μοναχοί από τα λοιπά Μοναστήρια της Επαρχίας Σητείας, που κρίθηκαν διαλυτέα, την Μονή Καψά, Παναγίας Φανερωμένης Τράχηλα στη Σκοπή, Αγίας Σοφίας Αρμένων, Παναγίας Καλογέρων Λάστρου. Τα μονύδριο και μετόχι της Μονής Παναγίας Παπλινού στη Βαϊνιά παρέμεινε στη Μονή, ενώ το μονύδριο του Αγίου Θεολόγου στην Κριτσά περιήλθε στην όμορη Μονή Φανερωμένης Ιεράπετρας.
Η περιουσία των παραπάνω Μονών περιήλθε στη Μονή Τοπλού και η διαχείρισή της γινόταν, όπως και των υπολοίπων Μονών, υπό την επίβλεψη της τότε Μοναστηριακής Επιτροπείας Λασιθίου.
Η Μονή Τοπλού διέθετε Ιερομονάχους- επιστάτες στις παραπάνω διαλυμένες Μονές, που φρόντιζαν για τη λειτουργία των ναών, αλλά κυρίως για την καλλιέργεια της περιουσίας.
Με πρωτοβουλία του Προηγουμένου Αρχιμ. Φιλοθέου Σπανουδάκη η Μονή έχει καταστεί ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα βιολογικής καλλιέργειας του αμπελιού και της ελιάς. Τα εξαιρετικής ποιότητας βιολογικά προϊόντα, λάδι, κρασί, τσικουδιά, γνωστά στην παγκόσμια αγορά για την υψηλή ποιότητά τους, παράγονται και συσκευάζονται στις σύγχρονες επισκέψιμες εγκαταστάσεις οινοποιείου, αποστακτηρίου. ελαιοτριβείου και τυπυποιήσεως ελαιολάδου, όπου ο επισκέπτης μπορεί να δοκιμάσει και να γευθεί.
