Η Μ ο ν ή σ τ ο ν χ ρ ό ν ο

Ιστορικοί συσχετίζουν την ίδρυση της Μονής με το Μοναστήρι του Αγίου Ισιδώρου, στην ανατολικότερη άκρη της Κρήτης, στο ακρωτήρι Κάβο Σίδερο, το «Σαμώνιον».                                                                           

Ο Γαβριήλ Παντόγαλος επιλέγει τον αρχιτεκτονικό τύπο της Μονής και τον υλοποιεί  ενισχυόμενος από τον Βενετοκρητικό ευγενή Ανδρέα Κορνάρο.

Κτητορική επιγραφή στην εικόνας της Αγίας Αναστασίας, που φιλοτέχνησε ο Ι. Κορνάρος,  μαρτυρά, για πρώτη φορά το 1765, την ηγουμενία του Μοναχού Παρθένιου Καφούρου.

Ανακαλυψε

Ι σ τ ο ρ ι κ ά σ τ ο ι χ ε ί α

γ ι α τ η Μ ο ν ή Τ ο π λ ο ύ

Fig. 100 Toplu Panorama Del COnvento. (996).
Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολυτρία, με σκηνές από τον βίο της. Έργο Ιωάννο

Η Μονή Τοπλού όπως την αποτύπωσε ο Giuseppe Gerola γύρω στα 1900-1902.

Οι φωτογραφίες της Μονής Τοπλού είναι από το βιβλίο του Giuseppe Gerola “Momumenti Veneti dell’ isola di Creta”, Volume terzo, Venezia M.CM.XVII.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

Ι σ τ ο ρ ί α τ η ς Μ ο ν ή ς

1471

Η Μονή Ακρωτηριανής καταστράφηκε από Τούρκους και ξαναχτίστηκε ως φρούριο, γνωρίζοντας μεγάλη ακμή στην αναγεννησιακή Κρήτη.

1646

Το 1646 η Μονή Ακρωτηριανής, μετά την κατάκτηση της Σητείας από τους Τούρκους, μετονομάστηκε σε Τοπλού και πέρασε από λεηλασίες σε περίοδο ανασυγκρότησης υπό τον ηγούμενο Παρθένιο Καφούρο.

Η Σταυροπηγιακή Μονή της Κυρίας Ακρωτηριανής Τοπλού κρίθηκε διατηρητέα και συγκέντρωσε μοναχούς από Μοναστήρια της Επαρχίας Σητείας, που κρίθηκαν διαλυτέα, σύφμωνα με τον νόμο Ν. 276/1900.

Το 1471 και κυρίως το 1498, οι τουρκικές επιδρομές προκάλεσαν σοβαρές καταστροφές στα ανατολικά παράλια της Κρήτης, με λεηλασίες σε οικισμούς, μονύδρια και τη Μονή της Ακρωτηριανής, Μοναστήρι με εξέχουσα θέση στον μοναστικό βίο της περιοχής.

Χάρτης της Κρήτης του Francesco Basilicata,1612.

Η ανοικοδόμησή της έγινε στην ίδια θέση, αλλά με φρουριακή μορφή, λόγω της επισφαλούς θέσης της και του συνεχιζόμενου τουρκικού κινδύνου, και συνδέθηκε με τις βενετοκρητικές οικογένειες Κορνάρων και Μέτζων της Σητείας. Τα ονόματά τους φέρει η βόρεια και νότια πτέρυγα της Μονής, μάρτυρας της χορηγίας και της προστασίας τους.

Η Μονή γνώρισε μεγάλη ακμή τον 14ο και 15ο αιώνα, όπως φαίνεται από τον πλούτο των βυζαντινών εικόνων της εποχής, ενώ η ακμή συνεχίστηκε τον 16ο αιώνα, μέχρι και τον καταστρεπτικό σεισμό του 1612.

Η Ενετική Σύγκλητος, θεωρώντας τη Μονή στρατηγικής σημασίας για την άμυνα της Ανατολικής Κρήτης, ενίσχυσε την αποκατάσταση των ζημιών. Το έργο ανέλαβε ο Ηγούμενος Γαβριήλ Παντόγαλος, ο οποίος και επέλεξε τον αρχιτεκτονικό τύπο της Μονής . Οι εργασίες χρηματοδοτήθηκαν από πόρους της Μονής, συνδρομές πιστών και 200 δουκάτα της Συγκλήτου.

Ακολουθεί και σηματοδοτείται μία νέα περίοδο ακμής, για τη Μονή, με αύξηση μοναχών και προσωπικού, επιφορτισμένου με την καλλιέργεια των πλουσίων γαιών με τις οποίες προικοδοτήθηκε η Μονή για την εκπλήρωση της αμυντικής αποστολής της στην περιοχή.

Ο Γαβριήλ Παντόγαλος, το όνομά του οποίου σώζεται σε εντοιχισμένη επιγραφή στη δυτική πλευρά του ναού, διαχειρίστηκε με ικανότητα τον πλούτο της Μονής και παρέμεινε Ηγούμενος έως το 1641, οπότε μετακλήθηκε στη Μονή Αγκαράθου. 

Città di Settia - Francesco Basilicata - 1618
Η οχυρωμένη πόλη της Σητείας (R.F. Monani, 1612).
Το Παλαίκαστρο Σητείας, χάρτης του Francesco Basilicata, 1618/1619.

Κατά την τουρκοκρατία, η λειτουργία της Μονής συνεχίστηκε απρόσκοπτα, παρά τις λεηλασίες και τις καταστροφές, εξαιτίας της συμμετοχής των μοναχών στους απελευθερωτικούς αγώνες. Το 1646, με την κατάκτηση της Σητείας από τους Τούρκους, ξεκίνησε για τη Μονή μια βαριά περίοδος δοκιμασίας και παρακμής, με συνεχείς επιδρομές γενιτσάρων, εξαιτίας φήμης για αμύθητους θησαυρούς στη Μονή.

Η πόλη της Σητείας στην Κρήτη, Marco Boschini, 1651,  https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/btv1b530116775/f1.item

Η Μονή την περίοδο εκείνη, γνωστή ως «Ακρωτηριανή», μετονομάστηκε σε Τοπλού και καταγράφεται για πρώτη φορά σε τουρκικό έγγραφο του 1673.

Η ηγουμενία του Μοναχού Παρθένιου Καφούρου, τεκμηριωμένη από το 1765, συνδέεται με την ανασυγκρότηση της Μονής, την αποκατάσταση κτηρίων και την καλλιτεχνική της άνθιση, μέσω συνεργασιών με ζωγράφους όπως ο Ιωάννης Κορνάρος και ο Σταμάτιος.

Το 1704, με Σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Γαβριήλ, η Μονή ανακηρύχθηκε ως Σταυροπηγιακή, για να προστατευτεί από βαρύτατες φορολογίες  και χρέη που προέκυψαν, καθώς και από αφαιμάξεις και διαρπαγές.

Το 1798, νέο Σιγίλλιο από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ ανανεώνει τη Σταυροπηγιακή αξία της Μονής.  Η περιουσία της προστατεύεται και απαγορεύεται στο εξής η εκποίησή της χωρίς την άδεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Παρά την πατριαρχική προστασία, οι οθωμανικές παρενοχλήσεις συνεχίστηκαν. Το 1811, μετά από διαρπαγή αγαθών από τον Αγά Κασάπη και τη δολοφονία του, με συνεργασία Μοναχών της Μονής, επιβάλεται πρόστιμο και η Μονή υποχρεώνεται να πουλήσει περιουσίες για να το πληρώσει.

Η Σητεία, απεικόνιση του Marco Boschini, 1651.

Το 1821, δώδεκα μοναχοί και ισάριθμοι λαϊκοί σφαγιάστηκαν στην πόρτα (Loggia) της Μονής. Οι αποθήκες λεηλατήθηκαν, ακολούθησε ερήμωση της Μονής, και κινδύνευσε με διάλυση.

Η επιγραφή στο σύγχρονο μνημείο των πεσόντων στη Μονή Τοπλού, έργο του γλύπτη Εμμανουήλ Τζομπανάκη, που αποκαλύφθηκε στις εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν για τα 200 χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας το έτος 2021.

Μετά την καταστολή της Επανάστασης στην Κρήτη και κατά την αιγυπτιακή κατοχή (1830–1840), ξεκίνησε σταδιακά η ανασυγκρότηση της Μονής από τον ηγούμενο Κύριλλο Σμυρίλιο. Η Μονή συμμετείχε στην επανάσταση του 1866–1869.

Ηγούμενος Μονής Τοπλού Μελέτιος Μιχελινάκης, Μέλος Επαναστατικής Επιτροπής Σητείας.

Εμβληματική μορφή ο Ηγούμενος Μελέτιος Μιχελιδάκης, που σημειωτέον όχι μόνο διατήρησε, αλλά και αύξησε την περιουσία της Μονής και μαζί με άλλους μοναχούς εκτοπίστηκαν, καθώς αποκαλύφθηκε ότι στη Μονή φυλάσσονταν πολεμοφόδια.

Στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας, η Μονή, είχε αναπτύξει σπουδαίο εθνικό και κοινωνικό και πνευματικό έργο, ενώ  καθοριστική υπήρξε και η συμβολή της στην επανάσταση του 1821.

Από το 1856 λειτούργησε Σχολείο με ευθύνη της Δημογεροντίας, ενώ από το 1870 ιδρύθηκε Αλληλοδιδακτικό Σχολείο.

Αρχιδιάκονος Άνθιμος Μαρκαντωνάκης, ο κυριότερος σύμβουλος της Επαναστατικής Επιτροπής Σητείας. Σύγχρονη ελαιογραφία από το Συνοδικό της Ιεράς Μονής Τοπλού.

Παρά τις προσπάθειες, τα οικονομικά προβλήματα παρέμειναν. Οι αχανείς-άνυδρες εκτάσεις της Μονής αξιοποιούνταν κυρίως για κτηνοτροφία. Το 1874 καταγράφονται 1.142 αιγοπρόβατα, ενώ το 1881 η Μονή αριθμούσε 82 κατοίκους (26 μοναχοί και 56 λαϊκοί). Ήταν τότε η πολυπληθέστερη Μονή στην Κρήτη, μετά το Αρκάδι.

Ηράκλειο τέλη 19ου άρχές 20ού αι.
Η Μονή Τοπλού, έκδοση του Τούρκου φωτογράφου Behaeddin
Μοναστήριον Τοπλού, επιστολικό δελτάριο, έκδοση Νικολάου Αλικιώτη, Ηράκλειο, αρχές 20ού αι.
 

Με τον Ν. 276/1900 περί Καταστατικού Νόμου της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί Κρητικής Πολιτείας, η Σταυροπηγιακή Μονή Τοπλού κρίθηκε διατηρητέα. Μοναχοί από διαλυμένες Μονές της επαρχίας Σητείας (Καψά, Παναγίας Φανερωμένης Τράχηλα, Αγίας Σοφίας Αρμένων, Παναγίας Καλογέρων Λάστρου) μεταφέρθηκαν εκεί. Το μονύδριο και μετόχι της Μονής Παναγίας Παπλινού στη Βαϊνιά παρέμεινε στη Μονή.

Η Μονή Τοπλού εν Σητεία. Επιστολικό δελτάριο, εκδότης Γ. Μαραγιάννης, αρχές 20ού αι.

Η περιουσία των παραπάνω Μονών περιήλθε στη Μονή Τοπλού και η διαχείρισή της γινόταν, όπως και των υπολοίπων Μονών, υπό την επίβλεψη της τότε Μοναστηριακής Επιτροπείας Λασιθίου. Η Μονή Τοπλού διέθετε Ιερομονάχους- επιστάτες στις παραπάνω Μονές, που φρόντιζαν για τη λειτουργία των ναών, και για την καλλιέργεια της γης τους.

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Μονή αριθμούσε 33 μοναχούς, εκ των οποίων οι 28 διέμεναν μόνιμα. Το 1907 οι μοναχοί μειώθηκαν σε 26, με την τάση να συνεχίζεται. Ωστόσο, η Μονή διατηρούσε έντονη κοινωνική και φιλανθρωπική δράση.

Ο Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Αμβρόσιος κατά την πανήγυρη της Μονής Τοπλού το έτος 1924

Κατά τη γερμανική κατοχή, η Μονή αποτέλεσε καταφύγιο της εθνικής αντίστασης. Ο Ηγούμενος και οι Πατέρες φιλοξενούσαν συμμαχικό ασύρματο, που επικοινωνούσε με το συμμαχικό στρατηγείο του Καΐρου. Ο ασύρματος κρυβόταν διαδοχικά σε δύο σπηλιές, καλυμμένες με χαρουπιές και σχίνους, εντός των κτημάτων της Μονής, κοντά στο ρυάκι «Κουκουρίδι», στην περιοχή «Πετροκόλυμποι».

Κατά τα χρόνια της μακράς και επιτυχούς ηγουμενίας του Προηγουμένου Αρχιμ. Φιλοθέου Σπανουδάκη σε συνεργασία με την 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης, έγιναν οι εργασίες αναστήλωσης των εγκαταστάσεων της Μονής και των Μετοχίων της. Επίσης έγινε και η συντήρηση των τεράστιας μνημειακής αξίας θησαυρών της, που φυλάσσονται και εκτίθενται σε ειδικά διαμορφωμένο επισκέψιμο χώρο, που επικοινωνεί με το Καθολικό.

Η Μονή συνεχίζει και σήμερα, υπό την ηγουμενία και επιστασία του νέου Ηγουμένου Αμβροσίου Σκαρβέλη να αποτελεί ένα σπουδαίο μοναστικό κέντρο στην ανατολική Κρήτη, που λόγω της υψίστης ιστορικής αξίας της προσελκύει εκατοντάδες προσκυνητές και επισκέπτες.

Στο Μοναχολόγιο είναι εγγεγραμμένοι 5 Μοναχοί, ενώ Αδελφοί της Μονής είναι οι Σεβ. Μητροπολίτες Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Κύριλλος και Προικοννήσου κ. Ιωσήφ.

Ανακαλυψε

Η Ι ε ρ ά Μ ο ν ή Τ ο π λ ο ύ σ τ ι ς α π α ρ χ έ ς τ ο υ 2 1 ο υ α ι ώ ν α

Fig. 100 Toplu Panorama Del COnvento. (996).